Δευτέρα 27 Ιουλίου 2015

Οι 'Παναμίτες"

ΠΑΝΑΜΑΣ - Ομαδική μετανάστευση Καλετζαίων 1910 – 11

Εισαγωγή 

Στις αρχές του εικοστού αιώνα έγινε η κατασκευή ενός γιγαντιαίου τεχνικού έργου, της διώρυγας του Παναμά. Ενώνονται οι δύο ωκεανοί (Ατλαντικός – Ειρηνικός) και διευκολύνεται έτσι η διεθνής ναυσιπλοΐα. Για την εκτέλεση των εργασιών έχουν επινοηθεί πρωτότυπες μηχανές, αλλά κυρίως η δουλειά θα γίνει με τα πολλά εργατικά χέρια. Οι ντόπιοι εργάτες δεν αρκούν. Η κατασκευάστρια αμερικάνικη εταιρεία, απευθύνεται στους εργάτες φτωχών χωριών της Νότιας Ευρώπης (Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία).
Αρχές Ιουνίου 1910 η είδηση, ότι ζητούνται εργάτες για τον Παναμά, φτάνει στο φτωχό και απομονωμένο Καλέτζι. Αναστατώνει την νεολαία. Η φτώχεια βοηθά τους τολμηρούς να αποφασίσουν γρήγορα. "Φτιάχνουν τα χαρτιά", συνάπτουν οι γονείς τους δάνειο (με συμβολαιογραφική πράξη) από εμπόρους Αλιβεριώτες για την πληρωμή των ναύλων και τον Αύγουστο είναι ήδη στο Βαπόρι για το μεγάλο ταξίδι στην άλλη άκρη του Ατλαντικού.

Καλέτζι 1910
Το χωριό έχει περίπου 270 – 300 κατοίκους. Όλοι ζουν σε μικρά σπίτια του ενός ή το πολύ δύο δωματίων. Μερικά έχουν απομείνει μέχρι της μέρες μας και χρησιμοποιούντο μέχρι πρόσφατα σαν αχυρώνες.
Όλοι δουλεύουν, στο σπίτι, στο χωράφι, στο μαντρί και καταφέρνουν να επιζούν με αξιοζήλευτη αυτάρκεια. Τα μόνα προϊόντα που προμηθεύονται οι Καλετζαίοι είναι : νήματα, χρώματα, σόδα ( για παραγωγή σαπουνιού), σαμάρια για ζώα και ελάχιστα είδη διατροφής όπως ρύζι και ζάχαρη για τους αρρώστους και φασόλια γύφτικα για το χειμώνα.
Στο κάθε σπίτι, θα βρει κανείς προϊόντα που παράγουν ή μεταποιούν τα μέλη της οικογένειας.

  • Λάδι από τις ελιές τους. Ήδη από το έτος 1903 λειτουργεί το πρώτο ελαιουργείο του Σταμάτη Κ. Φωτιά και Τάσου Σπανού (Νταή), που σήμερα είναι το μαγαζί του Θεοχάρη.
  • Σιτάρι από τα χωράφια τους, που τα οργώνουν τα βόδια και οι αγελάδες με ξύλινα άροτρα και αλωνίζεται στ΄ αλώνια στο πάνω μέρος του χωριού. Το σιδερένιο αλέτρι και τα μουλάρια, τα συναντούμε πολύ αργότερα. Η αλωνιστική ήρθε το 1954.
  • Τυρί από τα κοπάδια τους. Όλα τα σπίτια είχαν ζώα. Από αυτά ζούσαν. Το τυρί συντηρείται στα τουλούμια και το περίσσευμα πωλείται σε Κυμαίους Εμπόρους, που έρχονται με μουλάρια στο Καλέτζι.
  • Στον αργαλειό και την αυλημένη κατασκευάζονται όλα τα υφάσματα που χρειάζεται η οικογένεια:
Σαμαροσκούτι, πατατούκες, κάπες, τσόλια, τσέργες, αντρομίδες, κουβέρτες; Σεντόνια μάλλινα και βαμβακερά, μαντανίες, κουρελούδες, ταγάρια, ταγάρες, σακιά, χαράρια, αδίμητα, τυριπλένια, υφάσματα για πουκάμισα, εσώρουχα και φουστάνια μάλλινα και βαμβακερά.
Οι γριές γνέθουν ολημερίς και πλέκουν φανέλες μάλλινες, κάλτσες και τσουράπια για το χειμώνα.

  • Παπούτσια δεν αγοράζονται. Κατασκευάζονται από δέρμα γουρουνιών (γουρνοτσάρουχα). Τσαρούχια από ρόδα, θάρθουν αργότερα. Οι γυναίκες, οι γέροι και τα παιδιά κυκλοφορούν ξυπόλυτοι μέσα στο χωριό.
  • Η ενδυμασία. Οι γέροι φορούν πουκαμίσες. Στις γιορτές οι πιο νοικοκυραίοι βάζουν φουστανέλες. Οι νέοι φορούν όλοι παντελόνια. Τα μικρά παιδιά μάλλινα φουστάνια.
  • Όσπρια και τραχανάς που παράγει το κάθε σπίτι είναι η κύρια τροφή για τον χειμώνα. Τρώνε στο σοφρά σε μία μόνο γαβάθα με κουτάλια ξύλινα. Πηρούνια, πιάτα, τραπέζια, καρέκλες ήρθαν αργότερα. Κοιμούνται κατάχαμα στο τσόλι, τόσο στο σπίτι, όσο και στην ύπαιθρο.
  • Χρήματα υπάρχουν ελάχιστα και προέρχονται από την πώληση ζώων, τυριών και οσπρίων.
Σημειώνουμε ότι το λαθούρι (φάβα) χρησιμοποιείται για ανταλλαγή με άλλα προϊόντα (π.χ. ψάρια). Γαλατάς δεν έχει έρθει ακόμή στο χωριό.
  • Τα σπίτια. Μπαίνοντας ο επισκέπτης με το ζώο του στο χωριό (αμαξωτός δρόμος έγινε το 1953), το πρώτο κτίσμα που συναντά είναι η παλιά μας εκκλησία και στα δεξιά του το σπίτι (ανώγι) του Κολιοδάκου, που σήμερα έχει χτιστεί το σπίτι του Δ.Ι.Φωτιά (Ρεμπέτα). Μικρά ανώγια είναι ακόμα του Περικλή Αγγέλου (κατεδαφισμένο σπίτι του Αντωνάκου), του Δημάκου (υπάρχει ακόμα), τα Φωταίικα (έχουν κατεδαφιστεί), και του Μπάνου.
  • Νερό υπάρχει μόνο στην βρυσάρα στο παλιοπήγαδο και στη παλιόβρυση. Οι γυναίκες πλένουν στο πηγάδι και κουβαλούν νερό στο σπίτι με τη στάμνα από την παλιόβρυση. Σαπούνι φτιάχνουν μόνες τους.
  • Τα βοσκοτόπια είναι περιορισμένα και δεν επαρκούν. Η Πούντα και ο Καλογεράς φυλάγονται από τους δραγάτες του Κοντόσταυλου. Τα κοπάδια πεινούν και το χωριό έχει φτώχεια.

Η μετανάστευση και η εργασία

Η πρώτη παρέα από περίπου 10 παλικάρια, αναχωρεί τον Αύγουστο του 1910 για την Αμερική. Εξ αυτών 2 – 3 είχαν πάει στρατιώτες και είχαν βγει από το χωριό. Οι περισσότεροι για πρώτη φορά έβγαιναν από την απομόνωση του Καλετζίου.
Βλέπουν την Αθήνα, τον Πειραιά, μπαίνουν στο ατμόπλοιο για να διασχίσουν τον Ατλαντικό. Όταν κάνει φουρτούνα δεν αντέχουν και μένουν νηστικοί. Βέβαια τους κάνει μεγάλη εντύπωση ότι ο καθένας τρώει στο πιάτο του με πιρούνι και δικό του κουτάλι. Κάθονται σε καρέκλα και τραπέζι. Μεγαλεία.
Σ΄ αυτό το ταξίδι συμμετέχει και ο παππούς μου Ι.Α. ΦΩΤΙΑΣ μαζί με τον ξάδερφο του Ποστολνταή και τον γείτονα και φίλο του Νασράφτη. Έχω αυτές τις διηγήσεις από πρώτο χέρι και με αρκετές λεπτομέρειες. Είναι και οι τρεις τους συνομήλικοι, δεν έχουν ακόμη πάει στρατιώτες και ζουν αυτή την πρωτόγνωρη εμπειρία. Προχωρούν προς το άγνωστο στην άλλη άκρη της γης.
Όταν φθάνουν στον Παναμά, παρουσιάζονται στην εταιρεία. Τους περιμένουν. Οι εκπρόσωποι της εταιρείας στην Ελλάδα, τους επέλεξαν και ενημέρωσαν τα "κεντρικά". Τους εγκαθιστούν στα διάφορα εργοτάξια κατά μήκος του τεράστιου έργου.
Το καλοκαίρι του 1911 αναχωρεί για τον Παναμά το τελευταίο γκρουπ εργατών από το χωριό μας.
Συμμετέχει και ο Γρηγόρης Κ. Φωτιάς, μεγαλύτερος αδερφός του Χρησοκώστα. Πεθαίνει αιφνιδίως στη μέση του Ατλαντικού, όπου έγινε η κηδεία του. Ο καπετάνιος σταμάτησε σχεδόν το πλοίο, έγινε μικρή τελετή με ιερέα και έριξαν τον νεκρό στη θάλασσα μαζί με σίδερα για να πάει στον πάτο. Είναι περίπου εικοσάχρονος.
Το κάθε εργοτάξιο έχει οργάνωση και συγκρότηση περίπου όπως ο στρατός. Διαθέτει μεγάλους θαλάμους για ύπνο, μαγειρεία, πλυντήρια κ.λ.π. Οι εργαζόμενοι κοιμούνται και τρώνε με δαπάνες της εταιρείας και αμείβονται αναλόγως.
Οι συνθήκες διαβίωσης σχεδόν αφόρητες. Ζέστη, βροχή, υγρασία, έντομα. Αρρώστιες πολλές. Ευτυχώς την υγειονομική περίθαλψη έχει αναλάβει ο αμερικανικός στρατός και η αντιμετώπιση είναι άμεση.
Η δουλειά βαριά και μόνο χειρωνακτική. Είναι πολύ νέοι όμως και αντέχουν.
Ξένη γλώσσα δεν γνωρίζει κανείς. Ελάχιστοι μπόρεσαν να μάθουν ισπανικά για στοιχειώδη επικοινωνία με τους Εργοδότες και τους ντόπιους. Εργάζονται εκεί χιλιάδες Έλληνες, που κάνουν παρέα μεταξύ τους.
Η πρώτη έγνοια των εργατών Καλετζαίων είναι να στείλουν χρήματα στους γονείς τους, για να εξοφληθεί το δάνειο που έκαναν για τα εισιτήρια του ταξιδιού, και για να τους ανακουφίσουν οικονομικά. Ένα τέτοιο αντίγραφο επιταγής (από τις δύο που σε άριστη κατάσταση διασώζονται στην κασέλα μας) δημοσιεύουμε. Την έχει στείλει ο παππούς μου στις 10 Φεβρουαρίου 1911 από την Κολόν του Παναμά, στον Βασίλειο Φωτιάν, άνδρα της αδελφής του Ελένης (μάνα της Καραμελούς).
Η εξόφληση της επιταγής γίνονταν στη Χαλκίδα, που από το 1857 λειτουργούσε κατάστημα της Εθνικής Τράπεζας. Το νόμισμα είναι χρυσές λίρες, γι αυτό εμπλέκεται και η Αγγλική Τράπεζα. Τράπεζα στο Αλιβέρι λειτούργησε το 1926 (Τράπεζα Αθηνών και από το 1953 συγχωνεύτηκε με την Εθνική).
Στον ελεύθερο χρόνο τους οι εργάτες άλλοι αναπαύονται , άλλοι μπαίνουν στο δάσος για φρούτα και άλλοι πάνε στην πόλη για διασκέδαση.
Οι Καλετζαίοι είναι προσεκτικοί. Στο δάσος συμβαίνουν ατυχήματα με φίδια και άγρια ζώα και στην πόλη τα έξοδα είναι πολλά. Ο κανόνας έχει και εξαιρέσεις. Ο Χρησοστάμος (Χ.Στ. ΦΩΤΙΑΣ) πάει τακτικά στην πόλη. Του αρέσουν το πιοτό και τα κορίτσια. Όταν όμως ήρθε η ώρα της επιστροφής δεν έχει χρήματα για τα ναύλα. Φεύγουν όλοι, πώς να μείνει μόνος εκεί. Τα ξαδέρφια του μάζεψαν χρήματα και τον πήραν μαζί . Τους ξόφλησε κάνοντας μεροκάματα στο χωριό.

Οι μετανάστες

Εργάστηκαν στον Παναμά τουλάχιστον 29 νέα παιδιά του χωριού μας. Άδειασε το χωριό μούχε πει ο Κωτσιγιάννης. Οι "μικροί" Γεωργ. Α. Μαλλιούρης (Μπορδόλης), Χ.Κ. Φωτιάς (Χρησοκώστας), Γ.Ι. Σπανός (Μποτσαρίκος) φτιάχνουν χαρτιά που φαίνονται λίγο μεγαλύτεροι και παραπλανούν την εταιρεία. Από μερικά σπίτια έφυγαν δύο και τρία αδέρφια. Όλοι τους είναι πολύ νέοι. Οι δύο μεγαλύτεροι Λυριτζής και Κολιομπέης είναι περίπου 35 χρονών.

Χάριν της ιστορίας παραθέτουμε τον κατάλογο κατά οικογένειες των μεταναστών:
Α. ΦΩΤΑΙΟΙ
1
Γεωργ. Κ. Φωτιάς (Λυριτζής)

2
Γρηγ. Κ. Φωτιάς
αδέλφια
3
Χρηστ. Κ. Φωτιάς (Χρησοκώστας)

4
Ν.Γ. Φωτιάς (Γαλάνης)


Β. ΣΠΑΝΑΙΟΙ
5
Ν. Αθ. Σπανός (Κολιομπέης)

6
Αναστ. Αθ. Σπανός (Παπουλάρας)
αδέλφια
7
Ιωαν. Αθ. Σπανός (πατέρας Γιωργοσπανού)




8
Ηλίας Αν. Σπανός (Μπαρμπαλιάς)

9
Αποστ. Αν. Σπανός (Ποστολνταής)
αδέλφια
10
Βασιλ. Αν. Σπανός (Γκιζάνας)

11
Δημ. Γ. Σπανός (Μητσολιολύκος)

12
Στελ. Αν. Σπανός (του παπά)

13
Δημητρ. Ι. Σπανός (αδελφός του Κωτσιγιάννη)

14
Δημητρ. Ν. Σπανός (γιος του Μπελιβράμη)

15
Γεωργ. Ι. Σπανός (Μποτσαρίγκος)

16
Σταύρος Ι. Σπανός (Καρέλλης)


Γ. ΔΗΜΑΚΑΙΟΙ
17
Γεωργ. Ν. Παπουτσής (κουνιάδος Ρεμπέτα)
18
Αθαν. Δήμου Παπουτσής (Γεροθανασάκος)

Δ. ΣΠΙΘΑΙΟΙ
19
Αθαν. Ν. Σπίθας (Άκληρος)
αδέλφια
20
Κων. Ν. Σπίθας (Σκόμπης)

21
Γεωργ. Κ. Σπίθας (πατέρας Βενιζέλου)


Ε. ΚΩΤΣΑΙΟΙ
22
Ιωαν. Α. Φωτιάς (Μπαρμπαγιάννης)
αδέλφια
23
Γεωργ. Α. Φωτιάς (Καλτσούνης)

24
Χρ. Στ. Φωτιάς (Χρησοστάμος πατέρας Στούμα)

ΣΤ. ΔΙΑΦΟΡΟΙ
25
Δήμος Κ. Φωτιάς (Μέτσας)
26
Αθαν. Κ. Λόγος (Νασράφτης)
27
Ευάγγελος Ηλ. Μπάνος
28
Γεωργ. Απ. Μαλλιούρης (Μπορδόλης)
29
Γεωργ. Π. Μελάνης


Από τους 29 μετανάστες ένας πέθανε και τέσσερις έμειναν να συνεχίσουν εργαζόμενοι στην Αμερικανική Ήπειρο χωρίς να επιστρέψουν ποτέ. Εξ αυτών μόνο ο ένας (Δ.Ι.Σπανός) άφησε απογόνους.

Έμειναν εκεί :
1
Στελ. Αν. Σπανός
Γιος του Παπανστάση. Σκοτώθηκε εργαζόμενος σε υπόγειο ορυχείο στις Η.Π.Α.
2
Ευαγ. Ηλ. Μπάνος
(Βαγγελμανέτας). Έζησε και πέθανε στην Αργεντινή
3
Δημ. Ι. Σπανός

4
Δημ. Ν. Σπανός


Η Επιστροφή

Ο Βενιζέλος έχει ήδη από το καλοκαίρι του 1912 αρχίσει την προετοιμασία για τον απελευθερωτικό πόλεμο. Με επείγον σήμα του, παραγγέλλει τον επαναπατρισμό των 25– 30 χιλιάδων Ελλήνων εργατών στη διώρυγα του Παναμά. Οι Καλετζαίοι στη συντριπτική πλειοψηφία υπακούουν.
Τα χρήματα τα είχαν σε χρυσές λίρες. Έφτιαξαν μόνοι τους από μία ζώνη με πανί, που μέσα έραψαν τις λίρες μία – μία. Αυτή τη ζώνη την έβαλαν κατάσαρκα και την έβγαλαν στην Τράπεζα στην Αθήνα που κατέθεσαν τα χρήματα.
Τα λίγα προσωπικά τους είδη τα έβαλαν σε μικρό ξύλινο μπαούλο ( του παππού μου διασώζεται σε πολύ καλή κατάσταση), γιατί βαλίτσες δεν υπήρχαν.
Γυρίζουν όλοι πολύ διαφορετικοί. Σχεδόν μεταμορφωμένοι. Φορούν σκαρπίνια, σακάκια, γραβάτες, καπέλα. Ο Μποτσαρίγκος συναντά τη μάνα του στη Ντράμιση, ερχόμενος με τα πόδια από τον Κάραβο. Του κάνει όμως εντύπωση γιατί ενώ τον κοιτάζει, δεν του μιλά. Έτσι όπως είναι ντυμένος, που να φαντασθεί ότι αυτός ο καλοντυμένος ξένος είναι ο Γιωργάκης της. Της φώναξε ο ίδιος και τότε έτρεξε να τον αγκαλιάσει κλαίγοντας από χαρά.
Μερικοί έχουν φέρει ρολόι. Ο Ποστολνταής χρυσό της τσέπης. Το αγόρασε από έναν εργάτη που είχε ανάγκη χρημάτων. Δίστασε κατ αρχήν, γιατί δεν γνώριζε την ώρα. Τον βοήθησε ο Καραβιώτης Κούπουνας, που του έκανε μάθημα. Το ρολόι αυτό λειτουργεί μέχρι σήμερα στα χέρια του γιού του Παναγιώτη Σπανού (Ράφτη).
Την ώρα στο χωριό δεν την ήξερε κανείς. Τη μέρα έβλεπαν τον ήλιο αλλά την νύχτα …..
Τότε εμφανίστηκαν τα πρώτα ρολόγια.

Οι επιπτώσεις.

Μετά το 1914 – 15 και τη λήξη των Βαλκανικών πολέμων, όλοι οι μετανάστες έχουν εγκατασταθεί στο χωριό. Όλα αρχίζουν να αλλάζουν με ρυθμούς ταχείς, για την εποχή αυτή. Χτίζονται σπίτια ανώγια, αγοράζονται πιάτα, κουτάλια – πιρούνια μεταλλικά, τραπέζια, καρέκλες.
Σχολείο πλέον πηγαίνουν όλα τα αγόρια και τα περισσότερα κορίτσια του χωριού.
Οι "Παναμίτες" είδαν κι άλλους τόπους και έφεραν στο χωριό μας πολιτισμό. Έκαναν παρέα με Ιταλούς και Ισπανούς και φυσικά επηρεάσθηκαν από τα "καλά" τους.
Έμαθαν τι θα πει καλό ντύσιμο και κουστούμι.
Έφεραν στο χωριό μας το πνεύμα της δημιουργίας και της προόδου. Αγορές γης και κοπαδιών.

Οι "Παναμίτες" ήταν η κύρια δύναμη για να γίνουν οι μεγάλες αγορές του 1918 – 1920- της Πούντας και του Καλογερά.  

Παρασκευή 17 Ιουλίου 2015

Αρχική

Ένας διαδικτυακός χώρος αφιερωμένος στο όμορφο (πλήρως αντικειμενική άποψη) χωριό της ΝοτιοΚεντρικής Ευβοίας του καποδιστριακού δήμου Ταμυνέων, το Πράσινο ή Καλέντζι.


Καλέτζι ή ΚαλέΝτζι είναι μια συχνή διαφωνία. Ύστερα από μία σύντομη περιήγηση στον Ιστό, βλέποντας τις πιθανές ρίζες του ονόματος κατέληξα στην εκδοχή με το ν.
Σίγουρα η wiki δεν είναι αναγκαστικά αξιόπιστη πηγή αλλά ισχύει το εξής για το Καλέντζι Ιωαννίνων "...Όταν το κάστρο έπεσε στα χέρια των Σλάβων το ονόμασαν Εκάληντζ. Αργότερα όταν εξελληνίστηκε η Σλαβική ονομασία το Εκάληνζ, έγινε Καλένζι. Η δεύτερη εκδοχή και πιο πιθανή, αναφέρει πως το όνομα στο χωριό το χαρίζει το κάστρο. Το μικρό κάστρο στα τουρκικά λέγεται Καλαί-ντζικ και με το πέρασμα του χρόνου έμεινε και στο χωριό το όνομα εξελληνισμένο ΚΑΛΕΝΤΖΙ. Σύμφωνα με την τρίτη εκδοχή, το όνομα προέρχεται από τη γνωστή οικογένεια Καλέντζι". Οι δύο τελευταίες εκδοχές μπορεί να ισχύουν και για το Καλέντζι Ευβοίας.